διαφιλονίκηση

διαφιλονίκηση
hak iddiası

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαφιλονίκηση — η η αμφισβήτηση της κυριότητας κάποιου πράγματος και η διεκδίκησή του: Η ασαφής διαθήκη οδήγησε στη διαφιλονίκηση της περιουσίας ανάμεσα στους κληρονόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφιλονίκηση — η διαμφισβήτηση, φιλονικία, διεκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • διαμφισβήτηση — η (AM διαμφισβήτησις, εως) [διαμφισβητώ] 1. διαφιλονίκηση, άρνηση με αμφισβήτηση 2. εριστική συζήτηση, φραστικός διαπληκτισμός …   Dictionary of Greek

  • διαφιλονικία — η (Μ διαφιλονικία) (ΜΝ) διαφιλονίκηση* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”